προσέπτυκτο

προσέπτυκτο
προσπτύσσω
embrace
plup ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσπτύσσω — ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α (το μέσ.) προσπτύσσομαι (σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω αρχ. 1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο γ) ζαρώνω κοντά σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”